-
1 φυσικος
I31) прирожденный, природный(διδακτὸς ἢ φ. Xen.)
τὸ δίκαιον φυσικόν Arst. (лат. jus naturale) — естественное право2) естественный, физическийἡ φυσικέ ἐπιστήμη (тж. θεωρία или φιλοσοφία) Arst. — основы естествознания;
τὰ πρῶτα καὴ φυσικώτατα Plut. — первоначала природыIIὅ естествоиспытатель, естествоведοἱ φυσικοί Arst., Plut. «физики» ( философы ионической и отчасти элейской школы);
ὅ φυσικώτατος Luc. — первый из философов ионической школы, т.е. Θαλῆς
См. также в других словарях:
φυσικοί — φυσικός natural masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοντοανταλλακτικές ρητίνες — Φυσικοί ή συνθετικοί πολυμερείς ιοντοανταλλάκτες. Οι ι.ρ. διακρίνονται σε κατιοντοανταλλακτικές ρητίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την απομόνωση και τον διαχωρισμό κατιόντων, γι’ αυτό περιέχουν αρνητικά φορτισμένες ομάδες (π.χ. καρβοξυλικές… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
Acousmate — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français
Biographie de pythagore — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français
Pytagore — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français